ἔκθυμος — ἔκθῡμος , ἔκθυμος spirited masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκθυμότερον — ἐκθῡμότερον , ἔκθυμος spirited adverbial comp ἐκθῡμότερον , ἔκθυμος spirited masc acc comp sg ἐκθῡμότερον , ἔκθυμος spirited neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκθυμότατα — ἐκθῡμότατα , ἔκθυμος spirited adverbial superl ἐκθῡμότατα , ἔκθυμος spirited neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκθυμότατον — ἐκθῡμότατον , ἔκθυμος spirited masc acc superl sg ἐκθῡμότατον , ἔκθυμος spirited neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκθύμως — ἐκθύ̱μως , ἔκθυμος spirited adverbial ἐκθύ̱μως , ἔκθυμος spirited masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκθυμον — ἔκθῡμον , ἔκθυμος spirited masc/fem acc sg ἔκθῡμον , ἔκθυμος spirited neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκθύμως — επίρρ. βλ. έκθυμος … Dictionary of Greek
θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… … Dictionary of Greek
ξεθυμότητα — ξεθυμότητα, ἡ (Μ) βιασύνη, παραφορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ξέθυμος < ἔκθυμος «εγκάρδιος, μανιώδης» + κατάλ. ότητα] … Dictionary of Greek
ՍՐՏԱԲԵԿ — ( ) NBH 2 0763 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c ա.մ. ἕκθυμος . Բեկեալ սրտիւ. սրտակոտոր. ահաբեկեալ. սասանեալ. խոնարհեալ. սիրտը կոտրած, կտրած, փրթած. *Յայնչափ քաջութեան մրտի մանկանցն եօթանեցունց սրտաբեկ լինէր թագաւորն. ՟Բ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)