έκθυμος

έκθυμος
-η, -ο (AM ἔκθυμος, -ον)
Ι. αυτός που προέρχεται από ζωηρή προθυμία, εγκάρδιος («ἐκθυμος αποδοχή»)
αρχ.
εκτός εαυτού, μανιώδης
II. επίρρ. εκθύμως (AM ἐκθύμως)
ολόψυχα, εγκάρδια («αποδέχομαι εκθύμως την πρόσκληση»)
αρχ.
1. υπερβολικά, με εμπάθεια
2. ορμητικά, ριψοκίνδυνα, γενναία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἔκθυμος — ἔκθῡμος , ἔκθυμος spirited masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκθυμότερον — ἐκθῡμότερον , ἔκθυμος spirited adverbial comp ἐκθῡμότερον , ἔκθυμος spirited masc acc comp sg ἐκθῡμότερον , ἔκθυμος spirited neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκθυμότατα — ἐκθῡμότατα , ἔκθυμος spirited adverbial superl ἐκθῡμότατα , ἔκθυμος spirited neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκθυμότατον — ἐκθῡμότατον , ἔκθυμος spirited masc acc superl sg ἐκθῡμότατον , ἔκθυμος spirited neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκθύμως — ἐκθύ̱μως , ἔκθυμος spirited adverbial ἐκθύ̱μως , ἔκθυμος spirited masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔκθυμον — ἔκθῡμον , ἔκθυμος spirited masc/fem acc sg ἔκθῡμον , ἔκθυμος spirited neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκθύμως — επίρρ. βλ. έκθυμος …   Dictionary of Greek

  • θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… …   Dictionary of Greek

  • ξεθυμότητα — ξεθυμότητα, ἡ (Μ) βιασύνη, παραφορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ξέθυμος < ἔκθυμος «εγκάρδιος, μανιώδης» + κατάλ. ότητα] …   Dictionary of Greek

  • ՍՐՏԱԲԵԿ — ( ) NBH 2 0763 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c ա.մ. ἕκθυμος . Բեկեալ սրտիւ. սրտակոտոր. ահաբեկեալ. սասանեալ. խոնարհեալ. սիրտը կոտրած, կտրած, փրթած. *Յայնչափ քաջութեան մրտի մանկանցն եօթանեցունց սրտաբեկ լինէր թագաւորն. ՟Բ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”